- φυλλολόγημα
- το, -ατος1. η συλλογή φύλλων φυτού που καλλιεργείται γι' αυτό το σκοπό (π.χ. της μουριάς).2. η αφαίρεση τμήματος από τα φύλλα φυτών την εποχή της βλάστησης, το φυλλομάδημα.3. βιαστική ανάγνωση, φυλλομέτρημα, ξεφύλλισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.