φυλλολόγημα

φυλλολόγημα
το, -ατος
1. η συλλογή φύλλων φυτού που καλλιεργείται γι' αυτό το σκοπό (π.χ. της μουριάς).
2. η αφαίρεση τμήματος από τα φύλλα φυτών την εποχή της βλάστησης, το φυλλομάδημα.
3. βιαστική ανάγνωση, φυλλομέτρημα, ξεφύλλισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φυλλολόγημα — το, Ν 1. συλλογή φύλλων για να χρησιμοποιηθούν για αφεψήματα ή ως ζωοτροφή 2. αφαίρεση φύλλων, ξεφύλλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν Γραικογαλλικόν τού F. D. Deheque] …   Dictionary of Greek

  • φυλλολογία — ἡ, Α [φυλλολόγος] το φυλλολόγημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”